τετραπλάσιος

τετραπλάσιος
τετρᾰπλᾰσι-ος, α, ον,
A fourfold, four times as much, Pl.R.369e, al.;

τὸ τ. μέρος OGI665.30

(Egypt, i A.D.): c. gen., four times as large as,

ἧπαρ τ. τοῦ βοείου Arist.HA508a1

: τὴν τ. (sc. ζημίαν) τίνειν pay a fourfold penalty, Pl.Lg.878c (τριπλασίαν Orelli), cf. 756e. Adv.

-ίως Sm.2 Ki.12.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετραπλάσιος — fourfold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλάσιος — α, ο / τετραπλάσιος, ία, ον, ΝΑ ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος. επίρρ... τετραπλασίως ΝΑ τέσσερεις φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

  • τετραπλάσιος — α, ο τέσσερις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος: Το δώδεκα είναι τετραπλάσιο του τρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραπλασίω — τετραπλάσιος fourfold masc/neut nom/voc/acc dual τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίων — τετραπλάσιος fourfold fem gen pl τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen pl τετραπλασίων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίως — τετραπλάσιος fourfold adverbial τετραπλάσιος fourfold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλάσιον — τετραπλάσιος fourfold masc acc sg τετραπλάσιος fourfold neut nom/voc/acc sg τετραπλασίων masc/fem voc sg τετραπλασίων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίαις — τετραπλάσιος fourfold fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίοις — τετραπλάσιος fourfold masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίου — τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίους — τετραπλάσιος fourfold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”